- καταράσιμος
- καταρά̱σιμος , καταράσιμοςaccursedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταράσιμος — καταράσιμος, ον (Α) [κατάρασις] ο επικατάρατος, αυτός που τού αξίζει να τόν καταραστούν … Dictionary of Greek
καταράσιμον — καταρά̱σιμον , καταράσιμος accursed masc/fem acc sg καταρά̱σιμον , καταράσιμος accursed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρασίμους — καταρᾱσίμους , καταράσιμος accursed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρασίμῳ — καταρᾱσίμῳ , καταράσιμος accursed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)